ἀνθρακῖτις
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
German (Pape)
[Seite 233] ιδος, γῆ, kohlenartig.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
1 variedad de granate Plin.HN 37.89, Isid.Etym.16.14.2.
2 antracita Plin.HN 37.99.
Greek Monolingual
η (Α ἀνθρακῖτις)
νεοελλ.
1. αρρώστια των αμπελιών
2. περιοχή που έχει γαιάνθρακες
αρχ.
είδος καύσιμου άνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς ως απόδοση του γαλλ. anthracuose].