ακαμπτόπους
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)
εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκαμπτος + πούς.
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)
εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκαμπτος + πούς.