ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκαμπτος + πούς.