Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἀμφιθηγής, -ές (Α)ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].