τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
το, Νελάττωμα, μειονέκτημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ψέγος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άδι (πρβλ. πηγ-άδι)].