ταπεινότης

From LSJ
Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινότης Medium diacritics: ταπεινότης Low diacritics: ταπεινότης Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: tapeinótēs Transliteration B: tapeinotēs Transliteration C: tapeinotis Beta Code: tapeino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A lowness of position, etc., ταπεινότητος εἵνεκα Hdt.4.22; τ. τῆς χώρας D.S.1.31; τῆς μήτρας Placit.5.14.2.    2 of condition, low estate, abasement, Th.7.75; εἰς τοσαύτην τ. καταστῆσαι Isoc.4.118, cf. D.10.74, Men.531.12, LXX Si.13.20, Phld.D.1.11.    3 lowness of spirits, dejection, σιωπήν τε καὶ τ. X.HG3.5.21.    4 in moral sense, baseness, vileness, Pl.Plt.309a; joined with μικροψυχία, Arist.Rh.1384a4.    5 of style, meanness, Quint. Inst.8.3.48.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινότης: -ητος, ἡ, χαμηλότης, ταπεινότητος εἵνεκα Ἡρόδ. 4. 22· τ. τῆς χώρας Διόδ. 1. 31. 2) ἐπὶ καταστάσεως, ταπεινὴ κατάστασις, εὐτέλεια, Θουκ. 7. 75· εἰς τοσαύτην τ. καθιστάναι Ἰσοκρ. 65Β. 3) κατάπτωσις τῆς διαθέσεως, ἀθυμία, σιωπήν τε καὶ τ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 21. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χαμέρπεια, ἀθλιότης, Πλάτ. Πολιτ. 309Α· ἡνωμένον μετὰ τοῦ μικροψυχία, Ἀριστ. Ρητορ. 2, 6, 10· μετὰ τοῦ ἀδοξία, Δημ. 151. 9.