δαμάλα
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
Greek Monolingual
η (AM δάμαλις, Α και δαμάλη, Μ και δαμαλίς)
αγελάδα, συνήθως νεαρή που δεν έχει ακόμη γεννήσει
νεοελλ.
χοντρή και ανόητη γυναίκα
αρχ.-μσν.
παρθένα, κόρη
μσν.
φρ. «ἡ δάμαλις ἡ ἄσπιλος» (για τη Θεοτόκο)
αρχ.
φρ. «δάμαλις σῡς» — γουρουνόπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του δαμάλης].
Russian (Dvoretsky)
δᾰμάλα: ἡ дор. = δαμάλη.