γοῆτις
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
German (Pape)
[Seite 500] ιδος, fem. zu γόης, μορφή Strat. 34 (XII, 192).
Spanish (DGE)
-ιδος
embrujadora, encantadora μορφή AP 12.192 (Strat.).
Greek Monolingual
γοῆτις, η (Α) γοώ
αυτή που μαγεύει («γοῆτις μορφή»).
Russian (Dvoretsky)
γοῆτις: ιδος adj. f чарующий, обворожительный (μορφὴ θηλυτέρης Anth.).