δρεπανοποιός
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
ὁ,
A sickle-maker, Gloss.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fabricante de hoces, Gloss.2.70.
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατασκευάζει δρεπάνια.