ἐγκράνιον

Revision as of 14:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ᾱ], τό,

   A cerebellum, Gal.UP8.6:—also ἐγ-κρᾱνίς, ίδος, ἡ, ib. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκράνῐον: τό, καὶ ἐγκρανίς, ίδος, ἡ, ἡ παρεγκεφαλίς, Γαλην. τ. 4. σ. 498.

Spanish (DGE)

-ου, τό
cerebelo τοὐπίσω μέρος ὅλον ἐγκεφάλου, τὸ καλούμενον ὑπό τινων ἐ. Gal.2.714, cf. 3.637.

Greek Monolingual

ἐγκράνιον, το (Α)
η παρεγγεφαλίς.