ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα
2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα
3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ-μορος)].