ωδικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

-ή, -ό / ᾠδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ᾠδή
ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική
α) η τέχνη του τραγουδιού
β) το μάθημα της φωνητικής μουσικής
2. φρ. «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική φωνή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ᾠδικός
ο μουσικός.
επίρρ...
ωδικώς /ᾠδικῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο ωδικό.