επάναγκες

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

ἐπάναγκες (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, -ες)
1. (με ή χωρίς το εστί)
είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο
2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)
3. φρ. τὰ ἐπάναγκες
τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῑν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανάγκη. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη μορφή του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου επανάγκης (πρβλ. συνήθης - σύνηθες)].