αγκαζάρω
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του
2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας
3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ. κατάλ. -άρω.
ΠΑΡ. αγκαζάρισμα].