στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(I)
-η, -ο βάθος
ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός.
(II)
-η, -ο
ο πολύ βαθύς, άπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α επιτακ. + βάθος.