αγκύλωμα
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
το (Α ἀγκύλωμα)
(νεοελλ)
1. τρύπημα, κέντρισμα (με αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.)
2. αγκύλι, αγκάθι
αρχ.
καμπή, καμπυλότητα, κυρτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀγκυλῶ, νεοελλ. αγκυλώνω.
ΠΑΡ. αγκυλωματιά].