αγκύλι

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

το
οξύ και βελονοειδές αγκάθι, αγκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγκύλιον, υποκορ. του αρχ. ἀγκύλη.