ἐπαναδιπλάζω

Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

poet. ἐπανδ-,

   A reiterate questions, A.Pr.817.

German (Pape)

[Seite 899] noch dazu verdoppeln, noch einmal fragen, καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε Aesch. Prom. 819.

Greek Monolingual

ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)
ξαναρωτώ («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. του διπλασιάζω)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναδῐπλάζω: Aesch. = ἐπανδιπλάζω.