επισφάλεια
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ἐπισφάλεια, ἡ (Α) επισφαλές
αβεβαιότητα, αστάθεια, επικίνδυνη κατάσταση («πρόχειρον ἔχειν ἐν ταῖς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», Πολ.).