αεισέβαστος

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

ἀεισέβαστος, -ον (AM)
ο πάντοτε σεβαστός (απόδοση του λατ. semper Augustus)
η λέξη απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό επίθετο τών νεκρών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + σεβαστὸς < σεβάζομαι.