άθαπτος

From LSJ
Revision as of 23:13, 15 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source

Greek Monolingual

άθαπτος και άθαφτος, -η, -ο (Α ἄθαπτος, -ον) θάπτω
1. αυτός που δεν έχει ταφεί, ο άταφος
2. (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με χώμα
νεοελλ.
1. ακήδευτος
2. αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκε
αρχ.
ο ανάξιος ταφής.

Translations

unburied

German: unbegraben; Greek: άθαφτος; Ancient Greek: ἄταφος, ἄθαπτος; Latin: insepultus, intumulatus; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit