αίθυια
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
η (Α αἴθυια)
αρχ.
1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης
2. επωνυμία της Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων
3. το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθω
η ονομασία του πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του].