τηρητέον
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A one must watch, τ. τινὰς εἰ . . Pl.R.412e, cf. 413c, D.H.Rh.10.19; τ. ὅτι Ach.Tat.Intr.Arat.28; one must preserve, retain, τὸ φάντασμα ἑκάστου Epicur.Ep.2p.37U.
Greek (Liddell-Scott)
τηρητέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ τηρεῖν, τηρητέον αὐτοὺς εἶναι ἐν ἁπάσαις ταῖς ἡλικίαις, εἰ φυλακικοί εἰσιν Πλάτ. Πολ. 412Ε, πρβλ. 413C, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 10, 19.