αισθηματικός

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε ευγενικό ανώτερο αίσθημα
2. αισθηματίας, ευαίσθητος, τρυφερός
3. (για μυθιστορήματα, ταινίες κ.ά.) αυτός που έχει ως κύρια υπόθεση ιστορία αγάπης, ερωτική περιπέτεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίσθημα.
ΠΑΡ. αισθηματικότητα].