ruined
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English > Greek (Woodhouse)
adjective
fallen in ruins: P. καταπεπτωκώς, V. ἐρείψιμος.
utterly ruined: Met., Ar. and P. ἐξώλης, P. προώλης, V. πανώλης, ἐξεφθαρμένος, πολύφθορος, ἄϊστος, Ar. and V. φροῦδος, πανώλεθρος.