δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
αἰνολεχὴς (-οῡς), -ὲς (Α)ο αινόλεκτρος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνὸς + -λεχὴς < λέχος «κλίνη»].