αινολεχής

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

αἰνολεχὴς (-οῦς), -ὲς (Α)
ο αινόλεκτρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνὸς + -λεχὴς < λέχος «κλίνη»].