αινιγματικός

From LSJ
Revision as of 22:48, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ αἰνιγματικός)
όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴνιγμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα].