ακανθόλυση

Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η Ιατρ.
απώλεια της συνοχής τών κυττάρων της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acanthotysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + λύσις (-η)].