αἰχμαλωτικός

From LSJ
Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτικός Medium diacritics: αἰχμαλωτικός Low diacritics: αιχμαλωτικός Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aichmalōtikós Transliteration B: aichmalōtikos Transliteration C: aichmalotikos Beta Code: ai)xmalwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a prisoner, E.Tr. 871.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾱλωτικός: ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prisonnier de guerre, de captif.
Étymologie: αἰχμάλωτος.

Spanish (DGE)

(αἰχμᾰλωτικός) -ή, -όν
de prisioneros, de cautivos δόμοι E.Tr.871.

Greek Monolingual

αἰχμαλωτικός, -ή, -όν (Α) αἰχμάλωτος
αυτός
που ανήκει ή αρμόζει σε αιχμάλωτο.

Greek Monotonic

αἰχμᾰλωτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ.