τοιχοποιία

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχοποιία Medium diacritics: τοιχοποιία Low diacritics: τοιχοποιία Capitals: ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: toichopoiía Transliteration B: toichopoiia Transliteration C: toichopoiia Beta Code: toixopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = τειχ- (which is v.l.), Ph.Bel.81.34.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τοιχοποιός
νεοελλ.
1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία
2. λιθοδομή
3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου
αρχ.
(εσφ. γρφ.) τειχοποιία.