τολμητέον
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
A one must venture, etc., τάδ' E.Med.1051, Ion1387, cf. Com.Adesp. 18.16D.: c. inf., E.IT111: abs., ib.121, Pl.Lg.888a.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, δεῖ τολμᾶν, τολμητέον τάδε Εὐρ. Μήδ. 1051, Ἴων 1387· μετ’ ἀπαρεμφ., τολμητέον τοι ξεστὸν ἐν ναοῦ λαβεῖν ἄγαλμα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 111· ἀπολ., αὐτόθι 121, Πλάτ. Νόμ. 888A. ΙΙ. τολμητέος, α, ον, ὃν δεῖ τολμᾶν, Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 4, σ. 113D.