ερυσίπελας

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

το (AM ἐρυσίπελας) λοιμώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από οξεία στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. ανεμοπύρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- < ερύω (II) + θ. πελ- (βλ. λ. πέλμα). Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος, βροντησι-κέραυνος (πρβλ. ερυσίβη)).