ετωσιοεργός

Revision as of 08:52, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἐτωσιοεργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + -εργος (< έργο), πρβλ. αγαθο-εργός, εν-εργός].