ἐτωσιοεργός

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτωσιοεργός Medium diacritics: ἐτωσιοεργός Low diacritics: ετωσιοεργός Capitals: ΕΤΩΣΙΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: etōsioergós Transliteration B: etōsioergos Transliteration C: etosioergos Beta Code: e)twsioergo/s

English (LSJ)

ἐτωσιοεργόν, working in vain or working sluggishly, Hes.Op.411.

German (Pape)

[Seite 1053] faul zur Arbeit, Hes. O. 411.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille négligemment.
Étymologie: ἐτώσιος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἐτωσιοεργός: работающий вяло, ленивый (ἀνήρ Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐτωσιοεργός: -όν, ἐργαζόμενος ματαίως καὶ ἀνωφελῶς, «ὁ μετὰ παραδρομὴν τοῦ ἁρμοδίου καιροῦ ἐργαζόμενος» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 409.

Greek Monolingual

ἐτωσιοεργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + -εργος (< έργο), πρβλ. αγαθοεργός, ενεργός].

Greek Monotonic

ἐτωσιοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται ματαίως, χωρίς κέρδος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐτωσιο-εργός, όν [*ἔργω
working fruitlessly, Hes.