θιός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
θιός: «θεός. Κρῆτες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θιός)
θεός (α. «θιός τόνε στέλνει», Παπαδ.
β. «θιός σχωρέσ' τον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. και κρητ. τ. του θεός. Ο νεοελλ. θιός < θεός με μετατροπή του ατόνου e σε ημίφωνο i προ φωνήεντος (πρβλ. μηλέα > μηλεά > μηλιά)].
Russian (Dvoretsky)
θιός: ὁ беот. = θεός I.