ινδιάνος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
ό και θηλ. ινδιάνα
1. (ως εθν. όν.) Ινδιάνος, -α
ιθαγενής κάτοικος της Αμερικής, ερυθρόδερμος
β) σπαν. ο κάτοικος της Ινδίας, ο Ινδός
2. το πτηνό ινδόρνις, γαλοπούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Indian < India. Η σημ. της λ. «Ινδός» και «ερυθρόδερμος» οφείλεται στην αντίστοιχη διττή σημ. του αγγλ. όρου Indian (από το σφάλμα του Κολόμβου, που ονόμασε Indians τους κατοίκους της Αμερικής, νομίζοντας ότι είχε φτάσει στην Ινδία). Στη Νέα Ελληνική η λ. Ινδιάνος χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν με σημ. «ερυθρόδερμος», ενώ για τη σημ. «κάτοικος της Ινδίας» χρησιμοποιείται η λ. Ινδός].