ἱλεωτήριον
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
τό,= ἱλαστήριον, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1251] τό, = ἱλαστήριον, K. S.
Greek Monolingual
ἱλεωτήριον, τὸ (Α) ιλεούμαι
ιλαστήριον (βλ. ιλαστήριος).