τοπήϊον
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
τό, Ion. for τοπεῖον, Call.Del.315.
German (Pape)
[Seite 1129] τό, ion. statt des minder gebr. τοπεῖον, 1) Seil, Tau, Sp., wie Call. Del. 315. – 2) beschnittenes Heckenwerk, opus topiarium, Plin.