Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
-η, -οπολύ μεγάλος ή πολύ ψηλός, υπερμεγέθης, πελώριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -όρατος (< ορώ), πρβλ. α-δι-όρατος, α-όρατος].