ἔροτις

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

German (Pape)

[Seite 1033] ἡ, äol. dasselbe, Eur. El. 625; vgl. Giese Aeol. Dial. S. 286.

Greek Monolingual

ἔροτις, ἡ (Α)
εορτή, πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος και εορτή].

Greek Monotonic

ἔροτις: ἡ, Αιολ. αντί ἑορτή, σε Ευρ.