κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
ἱμεροθαλής, -ές (Α)αυτός που θάλλει γλυκά («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -θαλής (< θάλος, το), πρβλ. ετερο-θαλής, πολυ-θαλής].