τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἰσόφονος, -ον (Α)αυτός που αναφέρεται στην αλληλοσφαγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φονος (< φόνος), πρβλ. κακό-φονος, νεό-φονος].