τραπεζείτης
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
A v. τραπεζίτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. τραπεζίτης.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: τραπεζείτης | Medium diacritics: τραπεζείτης | Low diacritics: τραπεζείτης | Capitals: ΤΡΑΠΕΖΕΙΤΗΣ |
Transliteration A: trapezeítēs | Transliteration B: trapezeitēs | Transliteration C: trapezeitis | Beta Code: trapezei/ths |
A v. τραπεζίτης.
ὁ, Α
βλ. τραπεζίτης.