ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: τρᾰπεζῑτεία | Medium diacritics: τραπεζιτεία | Low diacritics: τραπεζιτεία | Capitals: ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΙΑ |
Transliteration A: trapeziteía | Transliteration B: trapeziteia | Transliteration C: trapeziteia | Beta Code: trapezitei/a |
ἡ,
A money-changing, banking, Supp.Epigr.4.668.15 (Lampsacus); τ. δημοσία POxy.1415.26 (iii A. D.).
τρᾰπεζῑτεία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα, τὸ ἔργον τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.