τραφερός

From LSJ
Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰφερός Medium diacritics: τραφερός Low diacritics: τραφερός Capitals: ΤΡΑΦΕΡΟΣ
Transliteration A: trapherós Transliteration B: trapheros Transliteration C: traferos Beta Code: trafero/s

English (LSJ)

ά, όν, (τρέφω)

   A well-fed, fat, οἱ τραφεροί or τὰ τραφερά the fat ones, i. e. fishes, Theoc.21.44.    II Hom. uses τραφερή (sc. γῆ), ἡ, as Subst., dry land, ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Il.14.308, Od.20.98, h.Cer.43:—in later Poets as Adj., νομὸς τ. Arat. 1027; κέλευθος ὑγρή τε τ. τε A.R.2.545; τ. ἄρουρα Opp.H.1.204; ἤθεα τ. tracts of dry land, ib.5.334. (In this sense it is from τρέφω (A) 1, make thick.)

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰφερός: -ά, -όν, (τρέφω) κυρίως, καλῶς τεθραμμένος, παχύς, οἱ τραφεροί, οἱ παχεῖς, δηλ. οἱ ἰχθύες, καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Θεόκρ. 21. 44. 2) ἐνεργ., ὁ τρέφων, παχύνων, φῦλα κολοιῶν ἐκ νομοῦ ἐρχόμενα τραφεροῦ ἐπὶ ὄψιον αὖλιν Ἄρατ. 1027. ΙΙ. ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ θηλ. τραφερὴ (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ, ὡς οὐσιαστ., ἡ γῆ, ἡ ξηρά, ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν (τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘over moist and dry’, Par. L. 3. 652), Ἰλ. Ξ. 308, Ὀδ. Υ. 98, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 43. ― παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ., τραφερὴ ἄρουρα Ὀππ. Ἁλ. 1. 204· κέλευθος ὑγρὴ καὶ τρ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 515· ἤθεα τραφερά, ἐκτάσεις ξηρᾶς γῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 334. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἐκ τοῦ τρέφω Ι, πήγνυμι, πήζω). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τραφερήν· ξηράν· τὸ γὰρ πῆξαι θρέψαι λέγουσιν», καὶ «τραφερόν· πηκτόν, τρόφιμον. λευκόν. ξηρόν. πεπηγμένον».