ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
(I)εἰλέω (Α)βλ. είλω.(II)εἰλέω (Α)αποκλείω, εμποδίζω.(III)εἰλέω (AM)ξεραίνω, στεγνώνω στον ήλιο.