ἔνθινος
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ον, Cret.,
A = θεῖος (in the sense of εὐσεβής), ἔνορκον τε ἔστω καὶ ἔ. GDI5039.11 (Hierapytna), cf. 5041.7 (ibid.); cf. θῖνος.
ἔνθῐνος,
A = ἐνθάδιος, prob. in GDI3087.33 (Cherson.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθινος: ἔνθεος, Μεταγεν. Κρητ. Ἐπιγρ. Cauer 11611, 1177.
Spanish (DGE)
(ἔνθῑνος) -ον
cret. sancionado por la divinidad, sagrado τοῦτο ἔνθινον ἦμεν IEleutherna 3.7 (III a.C.), unido al juramento ὅτι μὲν ἐξέλοιμεν μήτε ἔνθινον μήτε ἔνορκον ἦμεν ICr.3.3.3B.7 (Hierapitna III/II a.C.), cf. 3.3.5.11 (II a.C.), 1.16.5.46 (Lato II a.C.).
• Etimología: Cf. θεός.
Greek Monolingual
ἔνθινος, -ον (Α) θίνος
αυτός που πρέπει να θεωρείται θείος, ιερός, σεβαστός.
Frisk Etymological English
1. See also: s. ἔνθα.
2.
Grammatical information: adj.
Meaning: godlike, ἔνορκόν τε ... καὶ ἔνθινον (Hierapytna, Crete);
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: from ἔνθεος (Cret. *ἔνθιος) and θέϊνος (Cret. *θί-ινος > θῖνος; after ἀνθρώπινος) contaminated. - Cf. Bechtel Dial. 2, 724.