κλαμβός

Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A docked, cropped, ὦτα Hippiatr.14, cf.17.

German (Pape)

[Seite 1446] (κλάω?), verstümmelt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ἠκρωτηριασμένος, Ἱππιατρ. 54. 62.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mutilé.
Étymologie: DELG κλάω.

Greek Monolingual

κλαμβός, -ή, -όν (Μ)
ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / -, εμφανίζοντας κατάλ. -(μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή του κράμβος.

Greek Monotonic

κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ακρωτηριασμένος, σε Ιππιατρ.