κλεφτοπόλεμος

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

Greek Monolingual

ο
1. (επί τουρκοκρατίας) ο πόλεμος τών κλεφτών κατά τών Τούρκων
2. πόλεμος που διεξάγεται μεταξύ άτακτων στρατευμάτων ή μεταξύ τακτικού στρατού και άτακτων στρατευμάτων και κατά τον οποίο δεν τηρούνται οι κανόνες της πολεμικής τακτικής, άτακτος πόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -πόλεμος (< πόλεμος), πρβλ. ανταρτο-πόλεμος, μαξιλαρο-πόλεμος.